επόπτρια

επόπτρια
η
βλ. επόπτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επόπτης — ο (θηλ. επόπτρια και επόπτις) (AM ἐπόπτης θηλ. Α ἐπόπτις Μ ἐπόπτρια) αυτός που εποπτεύει τη λειτουργία, τη διεξαγωγή, την τήρηση έργου, εργασίας κ.λπ. (α. «επόπτης εκπαιδεύσεως» β. «ἧς καὶ Ἀρχιμήδης ἧν ὁ γεωμέτρης ἐπόπτης [νεώς]», Αθήν.) αρχ. μσν …   Dictionary of Greek

  • κουρατόρισσα — κουρατόρισσα, ἡ (Μ) επιστάτρια, επόπτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουράτωρ, ορος + κατάλ. θηλ. ισσα*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”